17/01/2021

Συνέντευξη στο lawandorder.gr: “Στον ΣΥΡΙΖΑ είναι τόσο απογοητευτικοί ως αντιπολίτευση, όσο ήταν και ως κυβέρνηση.”

Ερ. Με πρωτοβουλία δική σας και με τη στήριξη των Ευρωβουλευτών του ΕΛΚ, η Κομισιόν αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αναστολής της τελωνειακής ένωσης ΕΕ – Τουρκίας. Με αυτήν την αφορμή θα ήθελα να σας ρωτήσω, ποιο είναι το κλίμα στο Ευρωκοινοβούλιο για τις τελευταίες εξελίξεις στα Ελληνοτουρκικά;

Απ. Πιστεύω ότι έχουμε καταφέρει να αλλάξει το κλίμα πρoς το καλύτερο. Εδώ και πολλούς μήνες, προσπαθήσαμε να αναδείξουμε τις πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας που την οδηγούν σε προκλήσεις, παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και προσπάθειες αναθεωρητισμού. Αυτό που κάνει η Τουρκία είναι να κερδίζει συνεχώς χρόνο και να τον εκμεταλλεύεται, για να δημιουργεί τετελεσμένα. Περισσότερος χρόνος – περισσότερα τετελεσμένα. Επίσης, στα πλαίσια ενός νέου μεγαλοϊδεατισμού, θεωρεί πως κερδίζει πόντους στη γεωστρατηγική σκακιέρα, αμφισβητώντας τον ηγετικό ρόλο, τη θέση και την ισχύ της Ε.Ε. Πιστεύω, λοιπόν, πως οι εξελίξεις επιβεβαίωσαν τις θέσεις μας και αυτό πλέον, έγινε κατανοητό από όλους στην Ε.Ε.

Σε αυτό το πλαίσιο, πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, μέσω του Προέδρου του, κ. Weber, πήρε ξεκάθαρη θέση ως προς την Τουρκία, ζητώντας να τεθεί στο τραπέζι το ζήτημα των κυρώσεων.

Επίσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδωσε ηχηρή και σαφή απάντηση στις τουρκικές προκλήσεις. Τον περασμένο Νοέμβριο, με συντριπτική πλειοψηφία μάλιστα, υιοθέτησε για πρώτη φορά τροπολογία, που κατέθεσε η Ελληνική και η Κυπριακή Αντιπροσωπεία Ευρωβουλευτών, απαιτώντας από το Συμβούλιο «αυστηρές κυρώσεις», ως απάντηση στις παράνομες ενέργειες της Τουρκίας.

Σε αντίθεση με το Ευρωκοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κράτησε μια άτολμη, θα έλεγα, και ισορροπιστική στάση. Επέλεξε να δώσει μια ακόμη πίστωση χρόνου στην Τουρκία, προκειμένου να συμμορφωθεί μέχρι τον Μάρτιο του 2021, εντέλλοντας τον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, κ. Borrell, να εκπονήσει μια ολοκληρωμένη αποτίμηση της συνολικής σχέσης της ΕΕ με την Τουρκία. Την αναμένουμε.

Ας μην κρυβόμαστε, όμως, πίσω από το δάχτυλό μας. Όλοι καταλαβαίνουμε, πιστεύω, τις αιτίες που βρίσκονται πίσω από αυτή την «ατολμία». Δυστυχώς, όμως, με τη στάση της αυτή, η Ευρώπη διακινδυνεύει τον ηγετικό της ρόλο, αλλά και τη γεωπολιτική της ισχύ και αξιοπιστία.

Η στενή παρακολούθηση των εξελίξεων, που θεωρώ θα είναι πυκνές το επόμενο διάστημα, αποτελεί ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για μένα και να είστε σίγουρος πως είμαι έτοιμη να συνεχίσω να αναλαμβάνω παρόμοιες πρωτοβουλίες, κάθε φορά που θα χρειαστεί.

Η Ευρώπη το αμέσως επόμενο διάστημα, οφείλει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Ερ. Με δεδομένο ότι ο νέος κύκλος διερευνητικών επαφών ξεκινά στις 25 Ιανουαρίου στην Κωνσταντινούπολη, πώς θα κρίνατε εσείς το «timing»; Δηλαδή, η «εποπτεία» του ΝΑΤΟ μέσω του Στόλτενμπεργκ που κακά τα ψέματα, δεν έχει δείξει και τα καλύτερα δείγματα γραφής για την ελληνική πραγματικότητα, θα είναι αντικειμενική, ή εκτός από τους τακτικισμούς της Τουρκίας να περιμένουμε και από τον ΓΓ του ΝΑΤΟ μια στάση μη ωφέλιμη για τη χώρα μας;

Για τη μελλοντική στάση του ΝΑΤΟ δεν μπορώ να κάνω κάποια πρόβλεψη.

Αυτό όμως που εγώ πιστεύω, είναι πως – ανεξάρτητα από τη στάση και τις προθέσεις του οποιουδήποτε προσώπου, φορέα, οργανισμού ή κράτους – η Ελλάδα θα πρέπει να είναι πάντοτε κατάλληλα προετοιμασμένη για όλα τα ενδεχόμενα. Οποιαδήποτε οφέλη για τη χώρα μας, δεν πρέπει να τα περιμένουμε από αλλού, αλλά να τα διεκδικούμε και να τα εξασφαλίζουμε εμείς.

Όσον αφορά στο ζήτημα του «timing» για την έναρξη των διερευνητικών επαφών, σημειώνω ότι η Τουρκία βρίσκεται σε μια περίοδο που έχει χάσει έναν σημαντικό σύμμαχό της – αναφέρομαι στον απερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ – και που η οικονομία της βρίσκεται σε πολύ δύσκολη φάση, αφού έχει επιστρέψει στα χαμηλά επίπεδα του 1998. Επίσης, πιστεύω πως έχει ανοίξει πολλά περισσότερα μέτωπα από όσα μπορεί να διαχειριστεί. Κατόπιν τούτου, επιδίδεται σε μια επίθεση φιλίας προς την Ευρώπη, διότι ο Ερντογάν τη χρειάζεται περισσότερο από ποτέ, σε αυτή τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η βελτίωση των ευρωτουρκικών σχέσεων, όμως, περνάει μέσα και από την βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα και το γεγονός αυτό, η χώρα μας θα πρέπει να το αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Η Ελλάδα έχει κρατήσει μια σθεναρή και συνεπή στάση, σε ό,τι αφορά την επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών. Ζητήσαμε 2 απαραίτητες προϋποθέσεις. Να σταματήσουν οριστικά οι προκλήσεις και οι παράνομες ενέργειες της Άγκυρας, και να ξεκινήσουν οι συζητήσεις, από το σημείο που είχαν σταματήσει το 2016, χωρίς κανένα επιπλέον θέμα στην ατζέντα.

Τώρα, τα ενδεχόμενα για την Ελλάδα είναι δυο: είτε θα γίνει ένα σημαντικό βήμα για την επίλυση του μοναδικού θέματος που έχει τεθεί στην ατζέντα από εμάς, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, είτε τελικά, δεν θα υπάρξει πρόοδος, οπότε θα αποκαλυφθούν με τον πιο σαφή τρόπο οι πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας.

Πώς αντιμετώπισε το Ευρωκοινοβούλιο την επισημοποίηση και την πραγμάτωση του Brexit και πόσο αυτό θα επηρεάσει τις οικονομίες των χωρών της Ένωσης; Είμαστε πρακτικά θωρακισμένοι;

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε, πριν το τέλος του έτους, τη Συμφωνία Εμπορίου και Συνεργασίας της Ε.Ε. με το Ηνωμένο Βασίλειο και αποφάσισε για την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας έως τις 28 Φεβρουαρίου 2021. Εκκρεμεί η συγκατάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο καλείται να αποφασίσει σε ασφυκτικά πιεστικά χρονικά πλαίσια, λόγω των χρονοβόρων διαπραγματεύσεων, οι οποίες ολοκληρώθηκαν λίγες μόνο ημέρες πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου στις 31 Δεκεμβρίου 2020.

Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είμαστε ενοχλημένοι με τους χειρισμούς του Συμβουλίου, διότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παρακάμπτεται ο δημοκρατικός έλεγχος. Η προσωρινή λύση που υιοθετήθηκε, έχει προκαλέσει ήδη δυσλειτουργίες στον τομέα του εμπορίου.

Παρόλο που οι εθνικές προετοιμασίες για το Brexit εξαρτώνται και είναι άρρηκτα συνδεμένες με τις προετοιμασίες σε επίπεδο Ε.Ε., η ελληνική κυβέρνηση με τις κατάλληλες νομοθετικές και διοικητικές παρεμβάσεις έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να μετριαστούν οι άμεσες συνέπειες της αποχώρησης του ΗΒ από την Ενιαία Αγορά και την Τελωνειακή Ένωση της ΕΕ.

Το «σπάσιμο» της συμφωνίας για τα εμβόλια από τη Γερμανία η οποία προμηθεύτηκε αυτόνομα παραπάνω εμβόλια, επηρεάζει την ενότητα; Θα μπορούσε και η Ελλάδα να πράξει αντίστοιχα;

Παρόλο που ο τομέας της υγείας είναι αρμοδιότητα που τα κράτη μέλη δεν έχουν εκχωρήσει στην Ε.Ε., τα κράτη μέλη ανέθεσαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διαπραγματευτεί την προμήθεια εμβολίων, προκειμένου να εξασφαλιστούν σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, όπως είναι οι καλύτερες τιμές, οι μεγαλύτερες ποσότητες, η καλύτερη ροή, και παράλληλα, να υπάρχει μια δίκαιη και αναλογική κατανομή των εμβολίων. Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα και η Ευρώπη έχουν βγει ωφελημένες από αυτή τη συμφωνία, παρόλο που έχουν υπάρξει, ομολογουμένως, και κάποιες δυσλειτουργίες.

Για λόγους διαφάνειας και ουσιαστικού ελέγχου, η Επίτροπος Υγείας, κα Στέλλα Κυριακίδου, πριν λίγες ημέρες απέστειλε επιστολή προς τους υπουργούς Υγείας της Ε.Ε., με την οποία ζητά ενημέρωση σχετικά με τον τρόπο, με τον οποίο συμμορφώνονται με τις διατάξεις της στρατηγικής εμβολίων της Ε.Ε. Αναμένουμε, λοιπόν, την επίσημη απάντηση των κρατών μελών.

Εγώ πάντως, δεν θα ήθελα ούτε καν να σκέφτομαι, υπό τις παρούσες συνθήκες, τις συνέπειες για τη χώρα μας, εάν η διαπραγμάτευση για τα εμβόλια θα γινόταν μεταξύ κρατών και εταιριών και όχι από την Ε.Ε. με τις εταιρίες. Η χώρα μας έχει αποφασίσει να μην κάνει τέτοιου είδους μονομερείς ενέργειες και νομίζω πως πολύ καλά πράττει.

Σε κάθε περίπτωση, η τυχόν παρεκτροπή των κρατών μελών από την κοινή συμφωνία θα πρέπει να επιφέρει συνέπειες.

Ο κος Παπαδημούλης και ευρωβουλευτές της αριστεράς ζητούν άρση των «περιορισμών της πατέντας» με σκοπό όπως ισχυρίζονται να γίνει το εμβόλιο «δημόσιο αγαθό». Είναι αυτό εφικτό;

Η απάντηση είναι ότι παραβιάζουν ανοιχτές θύρες. Τον Απρίλιο του 2020, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κυριάκος Μητσοτάκης, τάχτηκε υπέρ της πρότασης του καθηγητή, Ηλία Μόσιαλου, να προβεί η Ε.Ε., από κοινού, στην αγορά αδειών ευρεσιτεχνίας (πατεντών) για νέα εμβόλια και τεστ ταχείας ανίχνευσης. Επομένως, η ιδέα για αγορά της πατέντας για τα εμβόλια δεν είναι κάτι καινούργιο. Θα τους απαντούσα, λοιπόν, πως η «πατέντα» αυτής της ιδέας ανήκει σε άλλους.

Η αλήθεια είναι πως μια τέτοια συζήτηση για την παραγωγή εμβολίων από περισσότερες φαρμακευτικές εταιρίες και μόνον για φέτος, ώστε να μην συνεπάγεται την παραχώρηση της πατέντας, αλλά με μοναδικό σκοπό να ελεγχθεί γρηγορότερα η πανδημία σε όλο τον πλανήτη, έχει ξεκινήσει και κατά τη γνώμη μου, πολύ σωστά. Ελπίζω να υπάρξει τελικά το επιθυμητό για την ανθρωπότητα αποτέλεσμα και αυτές οι συζητήσεις να ευοδωθούν.

Αυτό, όμως, που προτείνει τώρα ο κ.Τσίπρας είναι τα κράτη μέλη να διαχειριστούν τις πατέντες των εμβολίων για παραγωγή τους στις εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες.

Πρέπει να σας πω ότι το θέμα, αναφορικά με την αγορά των πατεντών, έχει πολλές νομικές και τεχνικές πολυπλοκότητες, αλλά το σημαντικότερο είναι πως εάν επικρατούσε τελικά μια τέτοια αντίληψη, δεν θα ήταν σε καμία περίπτωση προς το συμφέρον της χώρας μας.

Για να παραχθούν τα εμβόλια στην Ελλάδα, απαιτούνται μεγάλες επενδύσεις, εξειδικευμένες συμφωνίες και όλα αυτά αποτελούν μια πολύ χρονοβόρα διαδικασία (περισσότερους από 10 μήνες, σύμφωνα με εκτιμήσεις), ενώ παράλληλα, άλλες χώρες της Ευρώπης θα είχαν ένα σημαντικό πλεονέκτημα, γιατί μπορεί να διαθέτουν ήδη τέτοιες υποδομές. Οι φορείς της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας έχουν ήδη δώσει σχετικές διευκρινήσεις, όπου αναλύουν και εξηγούν για ποιους λόγους η παραγωγή εμβολίων στην Ελλάδα άμεσα, είναι μη εφικτή. Εμείς, αυτό που χρειαζόμαστε είναι άμεσες λύσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας και θα επαναλάβω, πάντοτε μέσα στα πλαίσια ενεργειών της Ε.Ε. Τα χρονικά πλαίσια είναι ασφυκτικά και πρέπει να εξασφαλίσουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα τον εμβολιασμό του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού των Ελλήνων πολιτών και ειδικά των πιο ευάλωτων ομάδων. Δεν έχουμε χρόνο για πειραματισμούς ούτε για μη εφαρμόσιμα σχέδια επί χάρτου.

Θεωρώ πως η συγκεκριμένη πρόταση του κ. Τσίπρα εντάσσεται στα πλαίσια μιας στείρας, εντελώς επιφανειακής και ανερμάτιστης αντιπολιτευτικής στρατηγικής που έχει επιλέξει να ασκεί γενικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι τόσο απογοητευτικοί ως αντιπολίτευση, όσο ήταν και ως κυβέρνηση.

Ολόκληρη η συνέντευξη στο L&O και τον Χρήστο Μυτιλινιό εδώ.